φαυστήριος

φαυστήριος
φαυστήριος
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φαυστήριος — ὁ, ΜΑ [φαυστήρ] προσωνυμία τού Διονύσου εξαιτίας τών δαυλών τους οποίους χρησιμοποιούσαν στα ὁργιά του …   Dictionary of Greek

  • φαυστήριον — φαυστήριος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”